ακατασκίαστος

ακατασκίαστος
ἀκατασκίαστος, -ον (Μ) [κατασκιάζω]
αυτός που δεν σκεπάζεται από σκιά, ο καθαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατάσκιος — ἀκατάσκιος, ον (Μ) [κατάσκιος] ο ακατασκίαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”